- ἱμερώδης
- ἱμερώδης [ῑ], ες,= ἱμερόεις, Callistr.Stat.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμερώδης — ἱμερώδης, ες (Α) ιμερόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, ω ώδης)] … Dictionary of Greek
ἱμερῶδες — ἱμερώδης masc/fem voc sg ἱμερώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek